- παραξονίτης
- παραξον-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ,A linchpin, Phryn.PS p.100 B.II nave of a wheel, Sch. A.Th. 153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραξονίτης — ὁ, Α 1. το παραξόνιο 2. η πλήμνη τού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄξων, ονος + επίθημα ίτης] … Dictionary of Greek
παραξονῖται — παραξονίτης linchpin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξονίτας — παραξονί̱τᾱς , παραξονίτης linchpin masc acc pl παραξονί̱τᾱς , παραξονίτης linchpin masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)